- Ἄρυββα
- Ἀρύββηςmasc voc sg (doric)Ἀρύββηςmasc nom sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀρύββα — Ἀρύββᾱ , Ἀρύββης masc nom/voc/acc dual (doric) Ἀρύββᾱ , Ἀρύββης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρύββᾳ — Ἀρύββᾱͅ , Ἀρύββης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρύββας — Ἀρύββᾱς , Ἀρύββης masc acc pl (doric) Ἀρύββᾱς , Ἀρύββης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρύββαν — Ἀρύββᾱν , Ἀρύββης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Διηδάμεια — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Κόρη του Αιακίδη, γιου του βασιλιά των Μολοσσών, Αρύββα, που εκθρονίστηκε από τον πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φίλιππο Β’. Ήταν αδελφή του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου και σύζυγος του Δημητρίου του Πολιορκητή … Dictionary of Greek
Μουσείο, Επιγραφικό (Αθηνών) — Καταλαμβάνει μέρος του κτιρίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (βλ. λ.), αλλά διαθέτει ξεχωριστή είσοδο από την οδό Τοσίτσα 1. Η πλούσια συλλογή του, που περιλαμβάνει περίπου 14.000 επιγραφές, οι περισσότερες από την Αττική και άλλες από την… … Dictionary of Greek
Νεοπτόλεμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν ήρωας, γιος του Αχιλλέα και της Διηδάμειας, θυγατέρας του Λυκομήδη· ο N., ο οποίος ονομαζόταν και Πύρρος, ανατράφηκε στο ανάκτορο του παππού του στη Σκύρο. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ν.… … Dictionary of Greek